- περίκηλος
- περί-κηλος: very dry, well seasoned, Od. 5.240 and Od. 18.309.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
περίκηλος — ον, Α (επικ. τ.) 1. αυτός που είναι ολόγυρα ξηρός 2. (ιδίως για ξύλα) τελείως αποξηραμένος από τον ήλιο, κατάξερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κηλόν «ξηρό»] … Dictionary of Greek
περικήλων — περίκηλος very dry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίκηλα — περίκηλος very dry neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)